άβραστος — η, ο [βραστός] 1. αυτός που δεν έχει βραστεί, ωμός 2. αυτός που δεν έχει βράσει αρκετά, μισοβρασμένος 3. (για τον μούστο) αυτός που δεν έχει υποστεί ζύμωση … Dictionary of Greek
άψητος — η, ο (Μ ἄψητος, ον) 1. αδάμαστος, ανυπότακτος 2. (για μετάξι) που δεν έβρασε για να γίνει λευκό και στιλπνό νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει αρκετά 2. εκείνος που βράζει ή ψήνεται δύσκολα 3. ο ωμός 4. ο ανώριμος 5. (για… … Dictionary of Greek
ακαλογίνωτος — η, ο [καλογίνωτος] 1. αυτός που δεν έχει καλογίνει, δεν έχει μεστώσει, δεν έχει ωριμάσει «ακαλογίνωτα μήλα» 2. όποιος δεν έχει βράσει ή ψηθεί αρκετά «ακαλογίνωτο ψητό» 3. εκείνος που δεν έχει συντελεστεί, δεν έχει ολοκληρωθεί «ακαλογίνωτη… … Dictionary of Greek
ακρόζεστος — ἀκρόζεστος, ον (Α) αυτός που έχει βράσει ή ζεσταθεί λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + ζεστός] … Dictionary of Greek
αλισίβα — Όρος με τον οποίο στην τεχνική ορολογία χαρακτηρίζεται ένα αλκαλικό διάλυμα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική liscivium. Η α. παράγεται από την τέφρα των ξύλων, αφού βράσει με νερό. Τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για το πλύσιμο των ασπρορούχων.… … Dictionary of Greek
αναζέω — ἀναζέω (Α) 1. βράζω και φουσκώνω, αναβράζω, κοχλάζω 2. είμαι γεμάτος από κάτι, βρίθω 3. (για πάθος ή οργή) βρίσκομαι σε ψυχική ταραχή, βράζω από θυμό κ.λπ. 4. κάνω κάτι να βράσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζεσις μσν. ἀνάζεμα] … Dictionary of Greek
ανθόγαλα — και ανθόγαλο, το 1. ουσία λιπαρή και αφρώδης που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος προτού βράσει, αφρόγαλα, καϊμάκι 2. λιπαρή κρούστα, πέτσα στην επιφάνεια του γάλακτος μετά τον βρασμό … Dictionary of Greek
ατμολέβητας — Ειδική συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνεται έως ότου βράσει νερό για την παραγωγή ατμού με πίεση μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. Ο ατμός με πίεση χρησιμοποιείται είτε για την τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις (κεντρικές… … Dictionary of Greek
βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι … Dictionary of Greek
βρασιά — η [βράζω] 1. ποσότητα τροφίμων που μπορεί να βράσει με μιας 2. βράση … Dictionary of Greek