βράσει

βράσει
βράσις
boiling
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
βράσεϊ , βράσις
boiling
fem dat sg (epic)
βράσις
boiling
fem dat sg (attic ionic)
βράσσω
shake violently
aor subj act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άβραστος — η, ο [βραστός] 1. αυτός που δεν έχει βραστεί, ωμός 2. αυτός που δεν έχει βράσει αρκετά, μισοβρασμένος 3. (για τον μούστο) αυτός που δεν έχει υποστεί ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • άψητος — η, ο (Μ ἄψητος, ον) 1. αδάμαστος, ανυπότακτος 2. (για μετάξι) που δεν έβρασε για να γίνει λευκό και στιλπνό νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει αρκετά 2. εκείνος που βράζει ή ψήνεται δύσκολα 3. ο ωμός 4. ο ανώριμος 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • ακαλογίνωτος — η, ο [καλογίνωτος] 1. αυτός που δεν έχει καλογίνει, δεν έχει μεστώσει, δεν έχει ωριμάσει «ακαλογίνωτα μήλα» 2. όποιος δεν έχει βράσει ή ψηθεί αρκετά «ακαλογίνωτο ψητό» 3. εκείνος που δεν έχει συντελεστεί, δεν έχει ολοκληρωθεί «ακαλογίνωτη… …   Dictionary of Greek

  • ακρόζεστος — ἀκρόζεστος, ον (Α) αυτός που έχει βράσει ή ζεσταθεί λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + ζεστός] …   Dictionary of Greek

  • αλισίβα — Όρος με τον οποίο στην τεχνική ορολογία χαρακτηρίζεται ένα αλκαλικό διάλυμα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική liscivium. Η α. παράγεται από την τέφρα των ξύλων, αφού βράσει με νερό. Τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για το πλύσιμο των ασπρορούχων.… …   Dictionary of Greek

  • αναζέω — ἀναζέω (Α) 1. βράζω και φουσκώνω, αναβράζω, κοχλάζω 2. είμαι γεμάτος από κάτι, βρίθω 3. (για πάθος ή οργή) βρίσκομαι σε ψυχική ταραχή, βράζω από θυμό κ.λπ. 4. κάνω κάτι να βράσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζεσις μσν. ἀνάζεμα] …   Dictionary of Greek

  • ανθόγαλα — και ανθόγαλο, το 1. ουσία λιπαρή και αφρώδης που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος προτού βράσει, αφρόγαλα, καϊμάκι 2. λιπαρή κρούστα, πέτσα στην επιφάνεια του γάλακτος μετά τον βρασμό …   Dictionary of Greek

  • ατμολέβητας — Ειδική συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνεται έως ότου βράσει νερό για την παραγωγή ατμού με πίεση μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. Ο ατμός με πίεση χρησιμοποιείται είτε για την τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις (κεντρικές… …   Dictionary of Greek

  • βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι …   Dictionary of Greek

  • βρασιά — η [βράζω] 1. ποσότητα τροφίμων που μπορεί να βράσει με μιας 2. βράση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”